- γεροντίας
- γεροντίας, ο (Μ) [γέρων (-οντος)]ο πατέρας τού πατέρα, ο παππούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεροντίας — γεροντίᾱς , γεροντία fem acc pl γεροντίᾱς , γεροντία fem gen sg (attic doric aeolic) γεροντίᾱς , γεροντίας father s father masc acc pl γεροντίᾱς , γεροντίας father s father masc nom sg (attic epic doric aeolic) γεροντίᾱς , γεροντιάω grow old … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντία — γεροντίᾱ , γεροντία fem nom/voc/acc dual γεροντίᾱ , γεροντία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γεροντίᾱ , γεροντίας father s father masc nom/voc/acc dual γεροντίας father s father masc voc sg γεροντίᾱ , γεροντίας father s father masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
γεροντίαις — γεροντία fem dat pl γεροντίας father s father masc dat pl γερουσία Council of Elders fem dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντίου — γερόντιον little old man neut gen sg γεροντίας father s father masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)